Το «τρίτο» κύμα φεμινισμού, με ασαφείς χρόνους έναρξης, καθώς ορισμένοι ερευνητές το τοποθετούν τη δεκαετία του 1980 ενώ άλλοι στις αρχές της δεκαετίας του 1990, επικεντρώθηκε κυρίως σε μια μεταμορφωτική ερμηνεία του φύλου και της σεξουαλικότητας καθώς και της εμπλοκής των φύλων, της φυλής, της εθνότητας, της θρησκείας και της κοινωνικής τάξης. Αμφισβήτησε τις αντιλήψεις του δεύτερου φεμινιστικού κινήματος για τις γυναίκες και το επέκρινε επειδή έδωσε έμφαση στις λευκές γυναίκες που ανήκαν στην ανώτερη μεσαία τάξη (Μαροπούλου, 2016α).
Το τρίτο φεμινιστικό κύμα αναπτύσσεται υπό την επίδραση των μεταδομιστικών θεωριών και της κριτικής θεωρητικής σκέψης, όπως αναπτύχθηκε από τους M. Foucault, J. Deleuze & F. Guattari και J. Derrida. Σε αυτό το πλαίσιο, η έμφυλη διαφορά και η ταυτότητα φύλου δεν θεωρούνται απλώς ως αποτέλεσμα πολιτισμικής υποταγής και εκμετάλλευσης των γυναικών από τους άνδρες, αλλά ως αποτέλεσμα σχέσεων εξουσίας και ιεραρχιών από την επιβολή του ετεροφυλοφιλικού συστήματος.
Επομένως, αυτό που απαιτείται, σύμφωνα με τις φεμινίστριες αυτής της περιόδου, είναι η αποδόμηση της διπολικής έννοιας του φύλου προκειμένου να επανενταχθούν όλες οι πανομοιότυπες κατηγορίες της σεξουαλικότητας στην έννοια του φυσιολογικού και η ύπαρξη σχέσεων πέρα από το φύλο (Μαροπούλου, 2016α, σελ.19)
Πηγή: www.britannica.com
Για τις φεμινίστριες του τρίτου φεμινιστικού κύματος, το φύλο δεν θεωρείται οντολογικά σταθερό, ούτε θεωρείται κοινωνικό επίτευγμα, αλλά γίνεται αντιληπτό ως τεχνολογία εξουσίας και ως διαδικασία επαναδιαπραγμάτευσης της κανονικότητας. Τόσο το φύλο όσο και η σεξουαλικότητα, τονίζει ο Αθανασίου (2006), είναι ιστορικές και πολιτισμικές κατασκευές που λειτουργούν ως τεχνολογίες υποκειμενικότητας και κοινωνικής πειθαρχίας, ενώ παράγονται και συντίθενται από το πλέγμα εξουσίας που είναι διάσπαρτο.
Επομένως, το έμφυλο υποκείμενο αποτελείται από σχέσεις εξουσίας και τιμωρείται όταν δεν λειτουργεί σύμφωνα με τους καθιερωμένους κανόνες (Αθανασίου, 2006). Έτσι, μέσω του διπολικού διαχωρισμού των φύλων, νομιμοποιούνται τα κοινωνικά φαινόμενα καταπίεσης (Wittig, 2006) και δημιουργούνται ιεραρχικές σχέσεις, με το γυναικείο φύλο να θεωρείται «εξ ορισμού ως υποδεέστερο» και κατά συνέπεια να αποτρέπεται οποιαδήποτε αλλαγή (Πεχτελίδης, 2012. σελ. 197).
Όπως επισημαίνει η Cameron (2020, σελ. 105), το γεγονός ότι ο χαρακτηρισμός της συμπεριφοράς ή της εικόνας μιας γυναίκας ως ακατάλληλης, επιβεβαιώνει ότι η θηλυκότητα είναι κοινωνικά κατασκευασμένη, είναι μια κοινωνική επιταγή, «ένα σύνολο προσδοκιών, οδηγιών και απαγορεύσεων που επιβάλλονται μέσω ενός συστήματος ανταμοιβής και τιμωρίας». Και, όπως επισημαίνει, το φύλο δεν είναι ένα ουδέτερο σύστημα κατηγοριοποίησης, αλλά αντίθετα λειτουργεί ιεραρχικά με τη θηλυκότητα να κατατάσσεται δεύτερη σε σχέση με τον ανδρισμό.
Έτσι, «η αρρενωπότητα είναι ενεργητική, αποφασιστική, λογική, δυνατή και τολμηρή» και γι’ αυτό αναμένεται από τους άνδρες να κυριαρχούν στη δημόσια ζωή και να ασκούν εξουσία. Αντίθετα, «η θηλυκότητα είναι παθητική, υποτακτική, συναισθηματική, αδύναμη», γι’ αυτό οι γυναίκες έχουν έναν δευτερεύοντα και υποστηρικτικό ρόλο (Cameron, 2020, σελ. 106)
Κατά τη διάρκεια αυτής της περιόδου, μέσα από τους προβληματισμούς για το φύλο και τη σεξουαλικότητα, παρουσιάζονται νέες προσεγγίσεις και αναπτύσσεται η queer θεωρία. Στόχος της είναι να ανατρέψει την αντίληψη της ομοφυλοφιλίας ως γενετικής ασθένειας μέσω της ανάλυσης του κοινωνικού και πολιτικού πλαισίου της σεξουαλικότητας καθώς και της κατανόησης των ταυτοτήτων φύλου ως «αμφίβολων και ενδεχόμενων παραστάσεων» (Αθανασίου, 2006, σελ. 65). Ο στόχος είναι να ασκήσει κριτική, με τη φουκωϊκή έννοια, στους κανόνες που συνιστούν τη σεξουαλικότητα και να καθορίσουν τι είναι φυσιολογικό και τι όχι με σκοπό τον κοινωνικό αποκλεισμό.
Επίσης, η Pierre (2000) αναφέρει ότι οι φεμινίστριες αυτής της περιόδου γοητεύονται από την αντίληψη του μεταμοντερνισμού που θεωρεί τη γνώση και την αλήθεια ασταθή και ενδεχομένη και καθορίζεται από τις σχέσεις εξουσίας. Έτσι, τονίζει ο Κοκογιάννης (2007, σ. 24), ο σύγχρονος φεμινισμός αμφισβητεί την «πίστη στην αλήθεια, τη γνώση, τη δύναμη, τον εαυτό και τη γλώσσα».
Πηγή: www.girlsglobe.org