Οι μεταμοντέρνες φεμινίστριες εκφράζουν επίσης την αντίθεσή τους στην αντίληψη της ενιαίας γυναικείας κατηγορίας, πρώτα στο πλαίσιο της δομικής θεωρίας και στη συνέχεια στο πλαίσιο της μεταδομιστικής θεωρίας. Οι μεταδομιστικές φεμινίστριες πιστεύουν ότι η παρουσίαση της γυναίκας ως μονοδιάστατης κατηγορίας οδηγεί στην αντίληψη ότι υπάρχει ένα αρχέτυπο γυναίκας, με αποτέλεσμα έναν «ουσιοκρατισμό φύλου». Ωστόσο, αυτό δημιουργεί τον κίνδυνο η γυναικεία ταυτότητα να θεωρείται σταθερή και οι εμπειρίες και τα ενδιαφέροντα όλων των γυναικών να είναι κοινά (Τσαούση-Χατζή, 2015).
Ειδικότερα, οι φεμινίστριες της δομικής θεωρίας επικεντρώνονται στις σχέσεις εξουσίας που οργανώνει το ίδιο το σύστημα μεταξύ γυναικών και ανδρών αλλά και μεταξύ γυναικών και άλλων. Σύμφωνα με αυτά, οι γυναίκες σε πολιτικές θέσεις ή θέσεις λήψης αποφάσεων λειτουργούν με ανδρικούς κανόνες και αποτελούν την εξαίρεση. Οι περισσότερες γυναίκες θα συνεχίσουν να παρέχουν δωρεάν ή χαμηλά αμειβόμενη και χαμηλού επιπέδου εργασία. Η κατηγορία «γυναίκες», επισημαίνει η θεωρία του φεμινιστικού δομισμού, είναι μια «φανταστική κατηγορία», η κατασκευή της οποίας εξυπηρετεί το φιλελεύθερο καπιταλιστικό σύστημα και τη μεσαία αστική τάξη (Thompson, 2003, σ. 33). Επιπλέον, η θεωρία του δομικού φεμινισμού θεωρεί ότι η ισότητα των γυναικών πρέπει να επιτευχθεί στο πλαίσιο της ισότητας όλων των ατόμων, συμπεριλαμβανομένων των ομοφυλόφιλων και των λεσβιών, των έγχρωμων, των ανδρών και των γυναικών με άλλες ικανότητες, της εργατικής τάξης και όλων των περιθωριοποιημένων ομάδων.
Η σημαντική εκπαιδευτική τους συμβολή είναι η επικέντρωση σε αξίες και επιτεύγματα που βρίσκονται έξω από τη φιλελεύθερη ιδεολογία και αγνοούνται από το κυρίαρχο σύστημα. Επιπλέον, προτείνουν να δοθεί έμφαση στην εκμετάλλευση της γυναικείας εργασίας, καθώς και στη συναισθηματική εργασία των γυναικών για εμπορικό κέρδος ή στην εκμετάλλευση των γυναικών από γυναίκες. Πιστεύουν ότι είναι απαραίτητο η εκπαίδευση να κάνει προφανείς τις διαφορετικές γυναικείες εμπειρίες και όχι να παρουσιάζει τα ιδανικά των προνομιούχων γυναικών ως καθολικά. Μόνο έτσι η εκπαίδευση θα μπορέσει να αντιμετωπίσει τα συστήματα (γυναικεία ή αρσενικά) που συμβάλλουν στη διατήρηση καταπιεστικών και άνισων σχέσεων στην κοινωνία (Thompson, 2003). Διαφορετικά αναπαράγει έμμεσα τις υπάρχουσες ανισότητες.
Η Thompson (2003) δηλώνει ότι ενώ οι δομικές φεμινίστριες πιστεύουν ότι οι σχέσεις εξουσίας λειτουργούν με ένα μοτίβο που διατηρεί την ανισότητα μεταξύ κυρίαρχων και υποτελών ομάδων, οι μεταδομιστικές φεμινίστριες βλέπουν τις σχέσεις εξουσίας μεταξύ των ατόμων ως ρευστές και διαρκώς μεταβαλλόμενες. Επηρεασμένες από τη θεωρία του Foucault, κατανοούν την έννοια της εξουσίας ως κάτι που δεν ανήκει σε μια συγκεκριμένη ομάδα (για παράδειγμα, άνδρες), αλλά βρίσκεται στις αλληλεπιδράσεις των ατόμων, όπου το κάθε άτομο ασκεί και αποδέχεται την εξουσία.
Ο μεταδομικός φεμινισμός, που επικράτησε στο τέλος του τρίτου φεμινιστικού κύματος, έδωσε έμφαση κυρίως στην αποδόμηση ως πολιτική πράξη και στις σχέσεις εξουσίας στον τομέα της εκπαίδευσης και του σχολείου. Σε αυτό το πλαίσιο, οι φεμινίστριες υποστήριξαν την προσέγγιση της εκπαίδευσης μέσω της κοινωνιολογίας και την αποδόμηση δυϊσμών και διχογνωμιών που παρουσιάζονται ως φυσικοί, όπως: μυαλό / σώμα ή ανδρική εμπειρία / γυναικεία εμπειρία. Τόνισαν την ανάγκη να θεωρηθούν οι δυϊσμοί και οι διχοτομίες ως πρακτικές λόγου, που οριοθετούν την ανθρώπινη εμπειρία και εμποδίζουν την αλλαγή.
Όσον αφορά την εκπαίδευση, όπως επισημαίνει η Thompson (2003), είναι δύσκολο να αντιμετωπίσουμε τον τρόπο που τα παιδιά «βλέπουν» αυτές τις διαφορές, καθώς τα παιδιά αγνοούν πληροφορίες που δεν ταιριάζουν με τον τρόπο που έχουν οργανώσει τον κόσμο τους.
Για να καταδείξει αυτή τη δυσκολία, η Thompson (2003) αναφέρει το ακόλουθο παράδειγμα: Μια δασκάλα πήγε με τους νεαρούς μαθητές της σε ένα νοσοκομείο, όπου συνάντησαν μια γυναίκα γιατρό και έναν άνδρα νοσοκόμο με τους οποίους συζήτησαν τη δουλειά τους. Επιστρέφοντας στο σχολείο και συζητώντας τις εμπειρίες τους από αυτήν την επίσκεψη στο νοσοκομείο, τα περισσότερα από τα παιδιά ανέφεραν ότι συνάντησαν έναν άνδρα γιατρό και μια νοσοκόμα, ενώ ορισμένα από αυτά ανέφεραν ότι ο γιατρός και η νοσοκόμα που συνάντησαν τους είχαν πει ψέματα. Ο τρόπος που τα παιδιά οργάνωσαν την εμπειρία τους ταίριαζε με το λόγο (discourse) και την αφήγηση που γνώριζαν. Έτσι, ερμήνευσαν ξανά την εμπειρία τους για να ταιριάσει με κάτι που είχε νόημα γι’ αυτούς. Επομένως, για τις μεταδομιστικές φεμινίστριες, δεν μπορεί κανείς να εργαστεί εντός του πατριαρχικού συστήματος και ταυτόχρονα να ελπίζει σε αλλαγή. Για να αμφισβητήσουμε την πατριαρχία, πρέπει να δημιουργήσουμε ρήγματα μέσα από νέους χώρους, ακόμη και στιγμιαίους, για να οικοδομήσουμε νέα νοήματα. Η αμφισβήτηση παραδοσιακών ρόλων προϋποθέτει μια άλλη αφήγηση στην κοινωνία και την εκπαίδευση.
Μέσα από την έννοια της κριτικής του Foucault, ο μεταδομιστικός φεμινισμός επέτρεψε μια άλλη αφήγηση που θα μπορούσε να οδηγήσει την εκπαίδευση στην αλλαγή. Αυτή η αλλαγή μπορεί να επιτευχθεί, σύμφωνα με τον μεταδομιστικό φεμινισμό, εδώ και τώρα, αμφισβητώντας όλα όσα μας έχουν δοθεί ως φυσικά.
Αυτό που χρειάζεται, λοιπόν, είναι να αμφισβητηθούν οι υφιστάμενες συνθήκες φύλου τόσο στο σχολείο όσο και στην κοινωνία. Με αυτόν τον τρόπο, θα μπορέσουμε να οδηγηθούμε σε νέες σχέσεις μεταξύ των φύλων που ίσως δεν είχαμε καν φανταστεί (Thompson, 2003).